Αμπέμπε Μπικίλα: Ο ξυπόλητος πρίγκιπας της Αφρικής

Δύο ζευγάρια παπούτσια. Αυτά είχε ο Αμπέμπε Μπικίλα ένα μήνα πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, το 1960. Το ένα διαλύθηκε σε προπόνηση, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του για τη διοργάνωση. Το άλλο τον ‘έκοβε’ πίσω. Ουδόλως έμοιαζαν με τα Vapor Fly, που φοράει ο Έλιουντ Κιπτσόγκε, ο μαραθωνοδρόμος που έκανε, τον Οκτώβριο του 2019, ένα ιστορικό παγκόσμιο ρεκόρ.

Και παρ’ ό,τι δεν μοιάζει δόκιμο, αν δεν υπήρχε ο Μπικίλα, ο Κιπτσόγκε ίσως δεν έβρισκε το πρόσφορο έδαφος να τρέχει στα βουνά της Κένυας. Σίγουρα, στον Μαραθώνιο της Ρώμης το 2010, ο Αιθίοπας Σιράι Γκένα δεν θα έτρεχε ξυπόλητος. Για την ακρίβεια, δεν θα ολοκλήρωνε τα 42.195 μέτρα ξυπόλητος. Ήταν ο τρόπος του για να τιμήσει τον πιο γνωστό και ανθεκτικό στις κακουχίες πρόγονό του.

Πριν αποφασίσει αν θα έτρεχε ξυπόλητος τον Μαραθώνιο στους Αγώνες της Ρώμης, ο Μπικίλα έπρεπε να ξέρει αν θα ήταν στην αποστολή της Αιθιοπίας για τη διοργάνωση. Αυτό συνέβη την τελευταία στιγμή και από μία απροσεξία που τους σύγχρονους καιρούς είναι σπάνιο να συμβεί. Λίγο πριν αναχωρήσει το αεροπλάνο από την Αντίς Αμπέμπα, ο Γουόμι Μπιράτου, που ήταν στην ομάδα και θα έτρεχε στον Μαραθώνιο, έσπασε τον αστράγαλό του σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου.

Ο Μπικίλα μπήκε στο αεροπλάνο με την επίγνωση ότι δεν είχε παπούτσια για να τρέξει. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει τους Αγώνες γι’ αυτό, οπότε το να πάει την απόσταση ξυπόλητος ήταν αδιέξοδο. Και τι απόσταση, ε; Γεμάτη ντόλτσε βίτα, τη χρονιά, μάλιστα, που η ταινία του Φεντερίκο Φελίνι βγήκε στους κινηματογράφους. Από το Καμπιντόλιο στο Κολοσσαίο, από εκεί στον Λόφο του Παλατιού και τέλος στο Σίρκους Μάξιμους, πριν από το Ολυμπιακό Στάδιο της Ρώμης.

Μια ιδιοτροπία του προγράμματος, μάλιστα, έδινε τον Μαραθώνιο αργά το απόγευμα, που σήμαινε ότι η διαδρομή από τη λεωφόρο Άπια και έπειτα, δηλαδή τα τελευταία 10 χιλιόμετρα, θα γινόταν το δειλινό.

Για τον 28χρονο Αιθίοπα δεν υπήρχε, ουσιαστικά, ζήτημα. Είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τα δύο ζευγάρια παπούτσια του ανήκαν σε ένα παρελθόν που έμοιαζε με την καρδάρα με το χυμένο γάλα, όχι άξιο παραπόνου δηλαδή. Στην Τελετή Έναρξης υπήρξαν 264 αναφορές στον Μπενίτο Μουσολίνι, 17 χρόνια μετά το υποτιθέμενο τέλος του φασισμού στην Ιταλία. Η Τελετή Λήξης είχε ως σημείο αναφοράς αυτόν τον ξυπόλητο Αιθίοπα.

Ο Μπικίλα γεννήθηκε στο χωριό Γιάτο της Ντεμπρέν Μπερχάν στις 7 Αυγούστου του 1932, τη μέρα που έγινε ο μαραθώνιος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες. Ο πατέρας του ήταν βοσκός και ο ίδιος μπήκε στην εθνική φρουρά. Ήταν ο στυγερός αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ που θα τον βοηθούσε να γίνει αρωγός της οικογένειάς του. Μεταφέρθηκε στην Αντίς Αμπέμπα. Στην πρωτεύουσα, η μοναρχία ξεψάχνιζε τα αθλητικά ταλέντα, όπως ήταν φυσικό. Η κυβέρνηση της Αιθιοπίας προσέλαβε τον γεννημένο στη Φινλανδία Σουηδό Όνι Νίσκανεν, για να ψάξει τους αθλητές του αύριο και να τους προετοιμάσει. Δεν πέρασε καιρός για να πέσει στον Μπικίλα.

Αν ο Νίσκανεν αναρωτήθηκε “ποιος είναι αυτός;”, η πληροφορία έχει χαθεί. Στη Ρώμη, πάντως, ο Ιταλός σχολιαστής παρατηρούσε όσο μπορούσε πιο εξονυχιστικά το βιονικό δρομέα με το ανοιχτό κόκκινο σορτσάκι και το νούμερο 11. Έτσι, αναρωτήθηκε: “Ποιος είναι αυτός ο Αιθίοπας;” Το ανεπίσημο προσωπικό ρεκόρ του στην απόσταση των 42.195 μέτρων ήταν πάνω από το παγκόσμιο ρεκόρ. Τέτοιες πληροφορίες, από τα άδυτα της Αφρικής, άγνωστης όπως πάντα, απορρίπτονταν, με τυπικές διαδικασίες. Τα γυμνά πόδια του 28χρονου Αμπέμπε ήταν ένα αξιοθέατο, ωστόσο δεν έμοιαζαν τόσο γερά ώστε να μπορούν να κάνουν τη διαδρομή εν μέσω ανταγωνισμού.

Ο Αλμπέρτο Καβαλάρι έγραψε στην Corriere della Sera ότι στη λεωφόρο της Άπια “δεν ήταν Μαραθώνιος, αλλά η ‘Αΐντα’. Και η χορωδία ήταν οι Ρωμαίοι που βρίσκονταν στην άκρη του δρόμου”. Σε εκείνο το σημείο, που οι μαραθωνοδρόμοι πια βλέπουν τις ηλιαχτίδες μέσα από τη θολή ματιά που η απόσταση συνοδεύει, ο Μπικίλα ήταν παρών.

Στο γκρουπ των πρωτοπόρων, ο Αιθίοπας είχε 5 ανταγωνιστές. Και κάπως έτσι περιγράφηκε το εξής: “Μαζί με τον Άγγλο Κάιλι βρίσκεται και ο Ιρλανδός Μέσιπι (σ.σ. που κανονικά λεγόταν Μέσιτ), ο Βέλγος Βαν ντε Μπλίχερ, οι Μαροκινοί Ραντί και Σαουντί, και μαζί τους είναι κι εκείνος ο άγνωστος Αιθίοπας που είδαμε πρωτύτερα. Ονομάζεται Αμπέμπε Μπικίλα. Και είναι ξυπόλυτος”.

Μερικές φορές η φήμη προηγείται του προσώπου. Ο Μπικίλα ήξερε ότι ο υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλός του για το χρυσό μετάλλιο ήταν ο Μαροκινός Ραντί Μπεν Αμπντεσελάμ. Η πληροφόρηση, όμως, ήταν λανθασμένη. Ενώ έψαχνε για έναν μαυριδερό τύπο με το νούμερο 26, ο Μαροκινός φορούσε το 185. Ενώ τον έψαχνε μπροστά του, το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου ο 31χρονος δρομέας ήταν δίπλα του. Η λεωφόρος Άπια τελείωνε και ο Μπικίλα είδε και απόειδε. Ο Ραντί δεν μπορούσε να είναι μπροστά του. Μπαίνοντας ξανά στην πόλη, από την πύλη του Σαν Σεμπαστιάνο, ο Μπικίλα προσπέρασε το συνοδοιπόρο του, ο οποίος ήταν και ο κύριος ανταγωνιστής του, και ξεκίνησε να επιταχύνει. Ήταν ένα φαινόμενο εκείνη τη στιγμή, που έτρεξε την εναπομείνασα απόσταση λες κι έκανε 400μ. Τερμάτισε σε 2 ώρες 15.16, συνθλίβοντας το ολυμπιακό ρεκόρ και κάνοντας την καλύτερη επίδοση στην ιστορία.

Ο χορός μετά τη νίκη του κάτω από την Αψίδα του Κωνσταντίνου, στο ίδιο σημείο όπου οι περισσότεροι από τους ανταγωνιστές του κατέρρευσαν, ήταν απολαυστικός. Ο εκδότης του World Sports, του περιοδικού της βρετανικής Ολυμπιακής επιτροπής, έγραψε: “Είναι μία σκηνή για να θυμάσαι. Στιγμή θεατρικού δράματος, ένα στιγμιότυπο τόσο ασυνήθιστο στο μοντέρνο παγκόσμιο αθλητισμό, όταν ένας εικονικός άγνωστος από μία καθόλου αξιοσημείωτη χώρα, διασχίζει τις θάλασσες και κατακτά τους ήρωες. Είναι υπέροχη, ασοφιστικέ και παράλογη νίκη. Ήταν ένας ιστορικός μαραθώνιος, τόσο όσον αφορά στις επιδόσεις όσο και στην ύπαρξή του. Το δράμα ήταν στο στήσιμο, στην παρουσίαση και στο αποτέλεσμα”.

Η σημασία του Μπικίλα απέκτησε και πολιτική υπόσταση. Οι Ρωμαίοι ένιωσαν καταπληκτικά, έχοντας ξεφορτωθεί και το τελευταίο χνούδι από το φασιστικό πέτο τους. Στο πλέον ιερό αγώνισμα, ένας βραχύσωμος λιπόσαρκος Αιθίοπας συμβόλιζε τέλεια την κοινωνία της ανεκτικότητας, που οι βασανισμένοι από την επεκτατική λογική Ιταλοί ήθελαν να έχουν.

Η επανάληψη και το καταραμένο αυτοκίνητο

Ο Αμπέμπε Μπικίλα κατά τη διάρκεια του αγωνίσματος του μαραθωνίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1964 στο Τόκιο, Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 1964
Ο Αμπέμπε Μπικίλα κατά τη διάρκεια του αγωνίσματος του μαραθωνίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1964 στο Τόκιο, Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 1964  AP PHOTO

Στις 13 Δεκεμβρίου του 1960 η Αντίς Αμπέμπα τυλίχθηκε στις φλόγες. Με τον Σελασιέ να βρίσκεται στη Βραζιλία, μία ομάδα της Βασιλικής Φρουράς, με επικεφαλής τον Μενγκίτσου Νίγουαϊ, έκανε πραξικόπημα και έστεψε αυτοκράτορα το μεγαλύτερο αδελφό του Σελασιέ, Ασφά Βοσέν. Η μάχη μεταφέρθηκε στο Παλάτι του Τζούμπιλι και πολύ κοντινοί φρουροί του Σελασιέ σκοτώθηκαν. Ο Μπικίλα δεν βρέθηκε στο πεδίο της μάχης, ωστόσο συνελήφθη και κρατήθηκε ως όμηρος. Οι περισσότεροι φρουροί που έζησαν, εκδιώχθηκαν και έγιναν αόρατοι: ουδείς ξανάκουσε γι’ αυτούς. Για τον Μπικίλα, που συνέχιζε να έχει παρουσία στα κοινά και, εν πάση περιπτώσει, να μην είναι σκοτωμένος, η πρόταση “ο Αμπέμπε χρωστάει τη ζωή του στο χρυσό μετάλλιο”, μίας εφημερίδας της Αιθιοπίας, είναι μάλλον η πλέον αντιπροσωπευτική.

Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα στην προετοιμασία του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, καλή ώρα. Σαράντα μέρες πριν από τη διοργάνωση σφάδαξε από τον πόνο. Προσπάθησε να συνεχίσει σαν να μην έτρεχε τίποτα, αλλά έτρεχε: εκείνος κι η σκωληκοειδίτιδά του. Η κατάρρευση τον έστειλε στο νοσοκομείο για τη διάγνωση. Με την εγχείρηση μεγάλωνε η αμφιβολία για την παρουσία του στην ιαπωνική πρωτεύουσα. Αλλά την επόμενη νύχτα της επέμβασης, ο Μπικίλα βγήκε για τρέξιμο. Το νοσοκομείο και ο περιβάλλων χώρος του έγινε το προπονητήριό του. Το μη χείρον βέλτιον. Παρ’ όλα αυτά, ήταν σχεδόν απίθανο να τρέξει. Ταξίδεψε μεν στην Ιαπωνία, μα δεν του δίνονταν πιθανότητες. Αλλά για έναν άνθρωπο που 30 ώρες ύστερα από επέμβαση ξεκινά την προπόνηση, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι, τελικά, το όνομά του μπήκε στη λίστα.

Ο Αμπέμπε Μπικίλα (κέντρο), ο Μπάζιλ Χίτλι (αριστερά) και ο Κοκίτσι Τσουμπουράγια (δεξιά) κατά την απονομή μεταλλίων στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων 1964 στο Τόκιο, Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 1964
Ο Αμπέμπε Μπικίλα (κέντρο), ο Μπάζιλ Χίτλι (αριστερά) και ο Κοκίτσι Τσουμπουράγια (δεξιά) κατά την απονομή μεταλλίων στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων 1964 στο Τόκιο, Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 1964  AP PHOTO

Η Adidas, χορηγός του, αυτήν τη φορά δεν τον άφησε ξυπόλητο. Η τακτική που είχε ενστερνιστεί, έμοιαζε με εκείνη της Ρώμης. Ο Μπικίλα ακολούθησε για 20 χιλιόμετρα τους πρωτοπόρους της κούρσας και έπειτα επιτάχυνε. Στα 15 χιλιόμετρα είχε για παρέα τον Αυστραλό Ρον Κλαρκ και τον Ιρλανδό Τζον Χόγκαν. Στα 20 χιλιόμετρα μόνο τον Κλαρκ. Από εκεί κι ύστερα, δεν απειλήθηκε. Ο χρόνος του, 2 ώρες 12.11, ήταν ένα απίθανο παγκόσμιο ρεκόρ και το ακόμα πιο τρομακτικό ήταν η διαφορά που είχε από το 2ο δρομέα. ο Βρετανός Μπάζιλ Χίτλι τερμάτισε ύστερα από 4 λεπτά και 8 δευτερόλεπτα! Ο Μπικίλα επέστρεψε στην Αντίς Αμπέμπα ως ήρωας. Του δόθηκε ένα Beatle.

Αυτό ήταν το αυτοκίνητο που του στέρησε την ίδια τη ζωή του σε φυσιολογικές συνθήκες, ακόμα και τη συμμετοχή σε τρίτους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1972. Ο Μπικίλα είχε χάσει το 1968 στο Μεξικό, λόγω ενός τραυματισμού στο δεξί γόνατο. Ένα χρόνο μετά, έχασε τον έλεγχο του Beatle, παγιδεύτηκε σε ένα χαντάκι και μόλις τον έβγαλαν, ήταν τετραπληγικός. Στο νοσοκομείο ‘Μάντεβιλ’ του Στόουκ, οι γιατροί κατάφεραν να αναβαθμίσουν την κατάστασή του: ήταν πια παραπληγικός.

Το 1972 παρευρέθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου ως ειδικός καλεσμένος, για να δει το συμπατριώτη και φίλο του, Μάμο Γουόλντε, να παίρνει κι εκείνος το δεύτερο συνεχόμενο χρυσό μετάλλιό του στον Μαραθώνιο (στο Μεξικό, ο Μπικίλα εγκατέλειψε στο 17ο χιλιόμετρο). Ο Γουόλντε έμεινε 3ος.

Ο Αμπέμπε Μπικίλα παρακολουθεί τον τελικό των 100μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1972 στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 1972
Ο Αμπέμπε Μπικίλα παρακολουθεί τον τελικό των 100μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1972 στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 1972  AP PHOTO

Το τρομακτικό ατύχημα του Μπικίλα δεν τον εμπόδιζε να συνεχίσει να ασχολείται με τον αθλητισμό. Αν και σε αναπηρική καρέκλα, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στα 25χλμ. με έλκηθρο σε αγώνες της Νορβηγίας το 1970. Το στάδιο της Αντίς Αμπέμπα πήρε το όνομά του κι ένα μετάλλιο με το ίδιο όνομα δίνεται σε κάθε δρομέα στους αγώνες της Αιθιοπίας.

Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου του 1973, από επιπλοκές. Στην κηδεία του συγκεντρώθηκαν 75.000 άνθρωποι. Η γυναίκα του και τα 4 παιδιά του ήταν τα κεντρικά πρόσωπα. Αυτή η ημερομηνία, λογίζεται, κάθε χρόνο, ως εθνικού πένθους για τη χώρα. Έπειτα από 37 χρόνια, το 2010, η Vibram έφτιαξε παπούτσια που μοιάζουν με… πατούσες και τους έδωσε το όνομά του.

πηγή:cοntra.gr