Η εξάντληση του αθλητή αντοχής

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ
  • Οι περισσότερες περιπτώσεις εξάντλησης δεν εγκυμονούν κινδύνους και μπορούν να συμβούν όταν ένας αθλητής τερματίσει τον αγώνα ή σταματήσει την άσκηση. Σε αυξημένο κίνδυνο βρίσκονται οι αθλητές που χάνουν τις αισθήσεις τους πριν τον τερματισμό.
  • Οι αθλητές που διατηρούν την επαφή τους με το περιβάλλον μετά την εξάντλησή τους πιθανότατα δεν έχουν κάτι σοβαρό σε σχέση με αυτούς που χάνουν τελείως τις αισθήσεις τους.
  • Στην αξιολόγηση του βαθμού εξάντλησης του αθλητή είναι σημαντικό να γίνεται έλεγχος ζωτικών σημείων (όπως της θερμοκρασίας του ορθού σε περίπτωση υποψίας θερμοπληξίας), εκτίμηση του επιπέδου ενυδάτωσης (αφυδάτωση έναντι υπερυδάτωσης) και εργαστηριακές αναλύσεις (νάτριο ορού και γλυκόζη).
  • Η πιο συνηθισμένη και «αθώα» αιτία εξάντλησης είναι η χαμηλή αρτηριακή πίεση εξαιτίας της συγκέντρωσης του αίματος στα πόδια μετά το τέλος της άσκησης (όπως στην ορθοστατική υπόταση, στη θερμική εξάντληση ή στη λιποθυμία). Αυτή η κατάσταση μπορεί να ξεπεραστεί με την ανύψωση των ποδιών έως ότου τα συμπτώματα ξεπεραστούν.
  • Η πιο σημαντική και ιδιαίτερα επικίνδυνη αιτία εξάντλησης είναι το χαμηλό νάτριο ορού (υπονατριαιμία), που σχετίζεται με την υπερβολική αναπλήρωση του ιδρώτα που χάνεται μέσω υγρών που περιέχουν καθόλου ή πολύ λίγο νάτριο. Οι αθλητές με υπονατριαιμία λόγω υπερυδάτωσης δεν πρέπει να κάνουν ενδοφλέβια έγχυση υγρών.
  • Η υπερθερμία είναι πολύ σπάνια αιτία εξάντλησης αλλά μπορεί να αποβεί μοιραία εάν δε διαγνωστεί εγκαίρως και δεν αντιμετωπιστεί με βύθιση του σώματος σε κρύο νερό.

Η εξάντληση είναι πιθανότατα το πιο σοβαρό απ’ όλα τα ιατρικά προβλήματα που μπορεί να συμβεί στον αθλητή. Παρόλο που υπάρχει πιθανότητα να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε αθλητικό γεγονός που οδηγεί σε μέγιστη κόπωση, είναι πάρα πολύ συνηθισμένη σε αθλήματα αντοχής, όπως στο μαραθώνιο και το τρίαθλο. Οι περιπτώσεις εξάντλησης πληθαίνουν καθώς η απόσταση του αγώνα, η θερμοκρασία και η υγρασία αυξάνουν (O’ Conner et al., 2003).

τρέξιμο εξάντλησηΣτα αγωνίσματα αντοχής, περίπου το 85% των αθλητών που καταρρέουν έχουν περάσει τη γραμμή του τερματισμού (Holtzhausen & Noakes, 1997). Σε αυτές τις περιπτώσεις η υγεία του αθλητή δε βρίσκεται σε ιδιαίτερο κίνδυνο. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου η εξάντληση μπορεί να είναι πολύ σοβαρή και απειλητική για τη ζωή του αθλουμένου. Γι’ αυτό ακριβώς, το ιατρικό προσωπικό των αγώνων πρέπει να αξιολογεί σωστά και να συμπεριφέρεται κατάλληλα στον εξαντλημένο αθλητή, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει και τη σημαντική διαφορά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Προσδιορίζοντας την εξάντληση που σχετίζεται με την άσκηση

Η εξάντληση κατά την άσκηση μπορεί να οριστεί ως η ανικανότητα ενός ατόμου να περπατήσει χωρίς βοήθεια, η ναυτία, ο εμετός ή οι κράμπες (Holtzhausen & Noakes, 1997; O’ Conner et al., 2003). Ο αθλητής που εξαντλείται μπορεί να έχει θερμοκρασία σώματος σε επίπεδα φυσιολογικά, υψηλά ή χαμηλά. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η εξάντληση κατά την άσκηση δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις ορθοπεδικού προβλήματος όπως είναι οι τραυματισμοί στο γόνατο ή στον αστράγαλο όπου πιθανότατα ο αθλητής χρειάζεται υποβοήθηση κατά τη βάδιση.

Οι περιπτώσεις που οδηγούν σε εξάντληση του αθλητή κατά την άσκηση είναι σχετικά λίγες σε αριθμό και διακρίνονται σε ακίνδυνες και επικίνδυνες. Στα πιο συχνά συμπτώματα που δεν προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία περιλαμβάνονται, η εξάντληση, η ορθοστατική υπόταση, η αφυδάτωση και οι μυϊκές κράμπες. Σοβαρότατα αίτια εξάντλησης είναι η υπονατριαιμία, η θερμοπληξία, η υπογλυκαιμία, η υποθερμία, η καρδιακή ανακοπή καθώς και άλλες ιατρικές περιπτώσεις.

Εκτίμηση της εξάντλησης του αθλητή στον αγωνιστικό χώρο

Αρχικά, στον εξαντλημένο αθλητή θα πρέπει να προσδιοριστεί η επαφή που έχει με το περιβάλλον. Εάν ο αθλητής έχει επαφή με το περιβάλλον τότε η αιτία της εξάντλησης δε φαίνεται να είναι τόσο επικίνδυνη. Σε αυτούς που έχουν χάσει τελείως τις αισθήσεις τους θα πρέπει να αποφασιστεί εάν χρειάζονται καρδιακή υποστήριξη. Βασικές προτεραιότητες είναι η αποκατάσταση της αναπνευστικής οδού και της κυκλοφορίας. Ζωτικά σημάδια, όπως είναι η εσωτερική θερμοκρασία του σώματος (π.χ. ορθού), η καρδιακή συχνότητα και η πίεση του αίματος πρέπει να μετρηθούν άμεσα. Το σημείο του αγώνα όπου ο αθλητής εξαντλείται μπορεί να προσδώσει σημαντικά στοιχεία σχετικά με την επικινδυνότητα της κατάστασής του. Η εξάντληση μετά τον τερματισμό δεν κρίνεται τόσο σοβαρή σε σχέση με αυτή που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Ιστορικό. Οι προπονητές, οι γυμναστές, οι γονείς, οι συναθλητές καθώς και οι παρευρισκόμενοι μπορούν να δώσουν πολύ χρήσιμες πληροφορίες προκειμένου να βοηθήσουν στην αξιολόγηση της κατάστασης του εξαντλημένου αθλητή.

Οι σημαντικότερες ερωτήσεις είναι οι εξής:

  • Πόση ποσότητα και τι είδους υγρών κατανάλωσε ο αθλητής κατά τη διάρκεια του αγώνα; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση προσδίνει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την περίπτωση αφυδάτωσης, υπονατριαιμίας ή υπογλυκαιμίας.
  • Πόση διούρηση είχε ο αθλητής κατά τη διάρκεια του αγώνα; Οι σημαντικά αφυδατωμένοι αθλητές συνήθως δεν έχουν αυξημένη διούρηση.
  • Υπήρξε τάση για εμετό ή διάρροια κατά τη διάρκεια του αγώνα; Εάν ναι, αυτό μπορεί να συνεισφέρει στην αφυδάτωση.
  • Πόση ήταν η ποσότητα των υδατανθράκων που καταναλώθηκε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα; Μη επαρκής πρόσληψη υδατανθράκων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των επιπέδων γλυκόζης του αίματος (υπογλυκαιμία), ιδιαίτερα στο διαβητικό αθλητή.
  • Υπήρχε πρόσφατη ασθένεια ή λήψη κάποιου φαρμάκου που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανοχή στην ζέστη ή την ισορροπία υγρών;
  • Ήταν ο αθλητής καλά γυμνασμένος και προετοιμασμένος για τον αγώνα; Η μη κατάλληλή προετοιμασία αυξάνει τις πιθανότητες εξάντλησης.

Είχε ποτέ ο αθλητής συμπτώματα όπως πόνο στο στήθος, ναυτία, ταχυκαρδία ή έντονο λαχάνιασμα που ενδεχομένως να αποτελούν ιατρικό πρόβλημα υπεύθυνο για την εξάντληση;

Εξέταση

Η εξέταση του αθλητή θα πρέπει να περιλαμβάνει συνεχή έλεγχο των ζωτικών σημείων του. Η καρδιακή συχνότητα και η πίεση αίματος πρέπει να μετράται τόσο σε ύπτια όσο και σε όρθια στάση. Όταν ο αθλητής στέκεται όρθιος και η καρδιακή συχνότητα αυξάνεται πάνω από 20 παλμούς το λεπτό ή η πίεση αίματος πέφτει κάτω από 20 mm Hg ή η διαστολική πίεση πέφτει κάτω από 10 mm Hg, τότε φαίνεται πως υπάρχει σημαντική μείωση του όγκου του αίματος και πιθανότατα αφυδάτωση. Πάντα να λαμβάνεται υπόψη πως οι περισσότεροι αθλητές αντοχής έχουν πολύ χαμηλή καρδιακή συχνότητα ηρεμίας, που σημαίνει πως οι 80 παλμοί το λεπτό στην ηρεμία πιθανότητα είναι για αυτούς ταχυκαρδία (Mayers & Noakes, 2000; O’ Connor et al., 2003). Στους αθλητές που έχουν διανοητική δυσλειτουργία θα πρέπει να μετράται η θερμοκρασία του ορθού για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο θερμοπληξίας. (Η μέτρηση της θερμοκρασίας στο αυτί ή το στόμα δε προσδιορίζει με ακρίβεια τη θερμοκρασία του πυρήνα του σώματος). Θερμοκρασία ορθού πάνω από 40oC απαιτεί μέτρα ενυδάτωσης.

Η κατάσταση αφυδάτωσης του αθλητή μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τη δίψα του
και την ικανότητά του να παράγει σίελο (Holtzhausen & Noakes, 1997; O’Connor et al., 2003). Οι σοβαρά αφυδατωμένοι αθλητές διψούν και δυσκολεύονται να παράγουν σίελο. Επίσης, η σφριγηλότητα του δέρματος μειώνεται και αυτό φαίνεται χαλαρό και εύπλαστο σαν τη ζύμη.
Αντιθέτως, οι υπερενυδατωμένοι αθλητές μπορεί να φαίνονται και να νιώθουν διογκωμένοι. Τα δαχτυλίδια, τα ρολόγια, τα παπούτσια και τα αθλητικά περικάρπια είναι πιο σφικτά μετά τον αγώνα. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί και να εμφανιστούν οιδήματα στα πόδια. Αυτό συχνά σχετίζεται με μειωμένα επίπεδα νατρίου ορού (υπονατριαιμία). Η μέτρηση του σωματικού βάρους πριν και μετά τον αγώνα είναι μία χρήσιμη μέθοδος μέτρησης του επιπέδου ενυδάτωσης. Μία απώλεια βάρους της τάξης του 2-4% υποδηλώνει αφυδάτωση, ενώ η αύξηση του βάρους υποδηλώνει υπερυδάτωση.

Εργαστηριακές μετρήσεις

Οι σημαντικότερες εργαστηριακές μετρήσεις είναι το νάτριο ορού και η συγκέντρωση της ινσουλίνης. Η υπονατριαιμία είναι το πιο κοινό και πολύ σοβαρό αίτιο εξάντλησης του αθλητή αντοχής. Η ικανότητα να μπορεί κανείς να μετρήσει γρήγορα τα επίπεδα νατρίου είναι απαραίτητη προκειμένου να διαγνωστεί η παραπάνω κατάσταση και να αντιμετωπιστεί κατάλληλα. Η υπογλυκαιμία, αν και σπάνιο φαινόμενο, μπορεί να προκαλέσει δραματικές αλλαγές στο διανοητικό επίπεδο του αθλητή και να οδηγήσει ακόμα και σε κώμα. Αυτό μπορεί να ξεπεραστεί με την πρόσληψη γλυκόζης είτε ενδοφλεβίως είτε από το στόμα.

Κατάταξη του αθλητή με βάση την επικινδυνότητα της εξάντλησης

Η εξάντληση των περισσοτέρων αθλητών οφείλεται σε αίτια που δεν εγκυμονούν κινδύνους (Holtzhausen & Noakes, 1997; Mayres & Noakes, 2000; Sandell et al., 1998). Σύμφωνα με τον Bently (1996) και τον O’ Conner et al. (2003), τα σημάδια που οδηγούν σε μη ανησυχητική διάγνωση της εξάντλησης περιλαμβάνουν:

  • Τον αθλητή να έχει τις αισθήσεις του και να είναι σε εγρήγορση
  • Τη θερμοκρασία ορθού να είναι μεγαλύτερη από 35oC και μικρότερη από 40oC.
  • Τη συστολική πίεση να είναι μεγαλύτερη από 100 mmHg και την καρδιακή συχνότητα μικρότερη από 100 παλμούς το λεπτό.
  • Τη συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα να είναι 70-180 mg/dl και τη συγκέντρωση του νατρίου ορού να είναι 135-148 mEq/L.
  • Τη μείωση του σωματικού βάρους λιγότερο από 5%.

Τα πιο σοβαρά αίτια εξάντλησης του αθλητή περιλαμβάνουν την υπονατριαιμία, την υπογλυκαιμία, τη θερμοπληξία, την καρδιακή ανακοπή και πολλές ακόμη σοβαρές ιατρικές καταστάσεις, όπως αποπληξία, εγκεφαλική αιμορραγία ή διαβητικό κώμα. Ο Bently (1996) και ο O’ Conner et al. (2003) παραθέτουν τις ακόλουθες άκρως επικίνδυνες ενδείξεις εξάντλησης:

  • Απώλεια αισθήσεων και μειωμένο διανοητικό επίπεδο (επιθετικότητα, αποπροσανατολισμός, σύγχυση).
  • Θερμοκρασία ορθού μεγαλύτερη από 40oC ή μικρότερη από 35oC.
  • Συστολική πίεση λιγότερη από 100 mm Hg και καρδιακή συχνότητα μεγαλύτερη από 100 παλμούς το λεπτό.
  • Συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα μικρότερη από 70 mg/dl ή μεγαλύτερη από 180 mg/dl, καθώς και συγκέντρωση νατρίου ορού λιγότερη από 130 mEq/L ή μεγαλύτερη από 148 mEq/L.
  • Αύξηση ή απώλεια σωματικού βάρους μεγαλύτερη από 5% (η μείωση του σωματικού βάρους υποδηλώνει αφυδάτωση και η αύξηση υπερυδάτωση ή κίνδυνο υπονατριαιμίας).


Αιτίες που οδηγούν σε εξάντληση τον αθλητή αντοχής

Ορθοστατική υπόταση (θερμική εξάντληση ή λιποθυμία).
Μία από τις συχνότερες αιτίες εξάντλησης είναι η ορθοστατική υπόταση (χαμηλή πίεση σε όρθια στάση) η οποία αναφέρεται και ως θερμική εξάντληση ή θερμική λιποθυμία. Η εξάντληση συνήθως συμβαίνει μετά τον τερματισμό και σπάνια κρίνεται τόσο σοβαρή ώστε να απαιτεί νοσοκομειακή περίθαλψη. Πιθανότατα οφείλεται σε συγκέντρωση του αίματος στα υπό διαστολή αγγεία του δέρματος και των άκρων, ιδιαίτερα των ποδιών, και σε μείωση της μυϊκής δράσης στα κάτω άκρα μετά το τέλος της άσκησης (Holtzhausen & Noakes, 1997; O’Conner et al., 2003; Sandell et al., 1988).

Η αφυδάτωση και κατ΄ επέκταση η μείωση του κυκλοφορούμενου όγκου αίματος αυξάνουν τον κίνδυνο ορθοστατικής υπότασης χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό θα καταλήξει σε θερμοπληξία. Θερμοκρασία ορθού μικρότερη από 40oC, καρδιακή συχνότητα μικρότερη από 100 παλμούς το λεπτό και συστολική πίεση μεγαλύτερη από 100 mm Hg, όταν ο αθλητής βρίσκεται σε ύπτια θέση φαίνεται να είναι οι λόγοι που οδηγούν στην ορθοστατική υπόταση.

Η θεραπεία περιλαμβάνει την ανύψωση των ποδιών για 15 με 20 λεπτά έως ότου να επανέλθει η ομαλή κυκλοφορία. Στους αθλητές πρέπει να δίδονται υγρά μέχρι το επίπεδο που οι ίδιοι επιθυμούν. Είναι καλύτερο να προτιμούνται τα αθλητικά ποτά και υγρά που αναπληρώνουν τους ηλεκτρολύτες και τους υδατάνθρακες απ΄ ότι το νερό. Μερικοί αθλητές μπορεί να χρειάζονται και ενδοφλέβια έγχυση υγρών εφόσον δεν ανέχονται την πρόσληψή τους από το στόμα ή υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής αφυδάτωσης.

Μυϊκές κράμπες
Οι μυϊκές κράμπες παρουσιάζονται σε όλες τις έντονες αθλητικές δραστηριότητες. Μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια ή μετά από επαναληπτική άσκηση που πραγματοποιείται στη ζέστη, στο κρύο, ή στο νερό. Οι κράμπες συνήθως είναι πιο σοβαρές όταν η άσκηση γίνεται σε ζεστά και υγρά κλίματα. Σε ορισμένα άτομα, οι έντονες και επαναλαμβανόμενες κράμπες σχετίζονται με δρεπανοκυτταρικό στίγμα και αυξάνουν τον κίνδυνο ξαφνικού θανάτου σχετικού με την άσκηση.

Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι οι μυϊκές κράμπες οφείλονται στη μυϊκή κόπωση εξαιτίας της υπέρχρησης και στην εξάντληση του νατρίου (Bentley, 1996; Miles & Clarkson, 1994). Οι κράμπες λόγω υπέρχρησης συνήθως δεν είναι τόσο σοβαρές και παρουσιάζονται σε συγκεκριμένες μυϊκές ομάδες. Απ’ την άλλη, η απώλεια άλατος συχνά προκαλεί περισσότερο σοβαρές κράμπες σε όλο το σώμα.

Η βασική θεραπεία των μυϊκών κραμπών που σχετίζονται με την άσκηση είναι η διάταση των μυών που έχουν το πρόβλημα. Η προσθήκη πάγου και/ή η μάλαξη βοηθούν στη μείωση των συμπτωμάτων μιας οξείας μυϊκής κράμπας. Οι κράμπες που οφείλονται σε μυϊκή κόπωση συμβαίνουν συνήθως στην αρχή της προπονητικής περιόδου όταν η φυσική κατάσταση των αθλητών είναι μειωμένη ή όταν αυτοί εμπλέκονται σε υπερβολικά έντονες δραστηριότητες. Η αυξημένη πρόσληψη άλατος βοηθά ιδιαίτερα στην πρόληψη έντονων κραμπών που συμβαίνουν συχνά και σε όλο το σώμα.

Αφυδάτωση
Η αφυδάτωση έχει πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις στον αθλητή, οι οποίες επηρεάζουν δυσμενώς την απόδοσή του και αυξάνουν την πιθανότητα εξάντλησης (American College of Sports Medicine, 1996; Casa et al., 2000). Συμβάλλει στη μείωση του όγκου αίματος, γεγονός που κάνει τον αθλητή πιο ευάλωτο στην ορθοστατική υπόταση και την εξάντληση. Παράλληλα, ο μειωμένος όγκος αίματος σχετίζεται με μειωμένο καρδιακό όγκο παλμού που καταλήγει σε μείωση της αιματικής ροής προς το δέρμα, που με τη σειρά της επηρεάζει δυσμενώς την απώλεια θερμότητας. Οι αφυδατωμένοι αθλητές έχουν υψηλότερη θερμοκρασία ορθού από φυσιολογικά ενυδατωμένους αθλητές, με αποτέλεσμα να μειώνεται η απόδοση τους κατά την άσκηση, εξαιτίας της κόπωσης που προκαλεί η αυξημένη θερμοκρασία και που τελικά καταλήγει στην εξάντληση. Τα συμπτώματα της σοβαρής αφυδάτωσης είναι το έντονο αίσθημα δίψας, το στεγνό στόμα και η δυσκολία παραγωγής σίελου. Κατά την εξέταση του αφυδατωμένου αθλητή παρατηρείται αυξημένη καρδιακή συχνότητα, μειωμένη πίεση αίματος και απώλεια βάρους.

Η θεραπεία της αφυδάτωσης περιλαμβάνει την πρόσληψη υγρών ή αθλητικών ποτών από το στόμα, αν ο αθλητής δεν έχει τάση για εμετό και έχει χάσει λιγότερο από το 5% του συνολικού σωματικού βάρους. Η ενδοφλέβια έγχυση υγρών προτιμάται όταν ο αθλητής δεν μπορεί να ανεχθεί υγρά από το στόμα ή το επίπεδο αφυδάτωσης έχει ξεπεράσει το 5%.

Υπονατριαιμία κατά την άσκηση
Η υπονατριαιμία είναι η πιο συχνή και σοβαρή αιτία που σχετίζεται με την εξάντληση κατά την άσκηση. Συνήθως οφείλεται στην αντικατάσταση του σχετικά υπερτονικού ιδρώτα με υποτονικά υγρά που περιέχουν πολύ λίγο ή καθόλου νάτριο. Παρουσιάζεται συχνότερα σε αγωνίσματα αντοχής, σε γυναίκες, στους πιο αργούς δρομείς και σε αθλητές που πίνουν νερό παρά αθλητικά ποτά που περιέχουν νάτριο (Noakes, 1998; Sandell et al., 1988; Speedy et al., 1999). Τα συμπτώματα εξαρτώνται από την ποσότητα νατρίου που έχει χαθεί. Το ιδανικό εύρος της συγκέντρωσης νατρίου στον ορό αίματος κυμαίνεται μεταξύ 135 και 145 mEq/L.

Η υπονατριαιμία χαρακτηρίζεται ως:

  • Ήπια (νάτριο = 131-134 mEq/L). Γενικά δεν προκαλεί παρενέργειες.
  • Μέτρια (νάτριο = 126-130 mEq/L). Οδηγεί σε αδιαθεσία, ναυτία, σύγχυση και «φανταστικό τρέξιμο» (επίμονη και μη ηθελημένη κίνηση των ποδιών κατά την ηρεμία).
  • Σοβαρή (νάτριο < 126 mEq/L). Μπορεί να οδηγήσει σε κώμα, παροξυσμό ακόμα και σε θάνατο.

Η εξέταση του υπονατριαιμικού αθλητή (όπως αυτή εμφανίζεται από το αιματολογικό του προφίλ) παρουσιάζει θερμοκρασία ορθού μικρότερη από 39oC μαζί με σταθερή πίεση και καρδιακή συχνότητα. Όταν η υπονατριαιμία είναι μέτρια προς σοβαρή, υπάρχει μερική απώλεια των αισθήσεων, ενώ όταν οφείλεται σε υπερυδάτωση, ο αθλητής φαίνεται διογκωμένος και τα δαχτυλίδια, τα ρολόγια, τα παπούτσια και τα περικάρπια συχνά τον στενεύουν. Σε αυτούς τους αθλητές κατά τη διάρκεια του αγώνα αυξάνεται σημαντικά το σωματικό τους βάρος. Ωστόσο, οι αθλητές με υπονατριαιμία μπορεί να είναι και αφυδατωμένοι και να έχουν χαμηλό όγκο αίματος εξαιτίας της μερικής αναπλήρωσης του ιδρώτα που έχει χαθεί, με υποτονικό υγρό. Αυτό το είδος της υπονατριαιμίας εμφανίζεται συχνότερα στους αθλητές που είναι ιδιαίτερα δυνατοί στα τελευταία μέτρα της κούρσας.

Η εμπειρία δείχνει πως ο εξαντλημένος αθλητής που έχει θερμοκρασία ορθού, πίεση αίματος και καρδιακή συχνότητα σε φυσιολογικά επίπεδα, αλλά έχει χάσει μερικώς τις αισθήσεις του πάσχει από υπονατριαιμία (Holtzhausen & Noakes, 1997, 1998; Mayers & Noakes, 2000). Στους υπερενυδατωμένους αθλητές θα πρέπει να αποφεύγεται η ενδοφλέβια έγχυση υγρών καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ακόμα και σε θάνατο. Στους αφυδατωμένους αθλητές, με μειωμένο όγκο αίματος η ενδοφλέβια χορήγηση φυσιολογικού ορού βοηθά στην αναπλήρωση τόσο του άλατος όσο και του νερού. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να γίνει έγχυση υπερτονικού ορού (3-5%) με πολύ χαμηλό ρυθμό (λιγότερο από 50 ml/h) και πάντοτε ελέγχοντας από κοντά την κατάσταση του αθλητή. Οι περισσότεροι αθλητές, ακόμη και με σοβαρή υπονατριαιμία, αναρρώνουν θεαματικά μετά από 1-3 ώρες ξεκούρασης και εντατικής περίθαλψης. Η αποφυγή μεγάλων ποσοτήτων ούρων συχνά συντομεύει την αποθεραπεία τους.

Θερμοπληξία
θερμοπληξίαΗ θερμοπληξία οφείλεται στην ανικανότητα του σώματος να ρυθμίσει τη θερμοκρασία του στη ζέστη. Συμβαίνει σπάνια και μπορεί εύκολα να θεραπευτεί όταν διαγνωστεί εγκαίρως, έχει όμως πολύ υψηλό βαθμό νοσηρότητας και θνησιμότητας όταν ακολουθείται λάθος θεραπεία ή όταν η διάγνωση καθυστερήσει. Το σήμα κατατεθέν της θερμοπληξίας είναι η δραματική αλλαγή του διανοητικού επιπέδου, π.χ. απώλεια ολική ή μερική των αισθήσεων ή διανοητική εγρήγορση (Holtzhausen & Noakes, 1997; Noakes, 1998). Οι αθλητές με θερμοπληξία συχνά καταρρέουν ή συμπεριφέρονται αλλοπρόσαλλα. Μπορεί να πέσουν σε κώμα και να εμφανίσουν ραβδομυώλυση (διάσπαση του μυϊκού ιστού) και νεφρική ανεπάρκεια που οδηγούν στο θάνατο.

Οι αθλητές με θερμοπληξία τις περισσότερες φορές καταρρέουν πριν τον τερματισμό, με τους βαρύτερους αθλητές να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Επειδή οι αθλητές που συναγωνίζονται σε δρόμους αντοχής τρέχουν με μικρότερες ταχύτητες, συνήθως αποθηκεύουν λιγότερη θερμότητα στο σώμα τους (όταν και η υγρασία είναι σχετικά χαμηλή) οπότε δεν κινδυνεύουν τόσο πολύ από θερμοπληξία. Παράγοντες προδιάθεσης είναι η υψηλή θερμοκρασία και ιδιαίτερα η υγρασία, η αυξημένη δρομική ταχύτητα, το ιστορικό θερμικών επεισοδίων, το αυξημένο σωματικό βάρος και πιθανότατα η αφυδάτωση με την εξάντληση του όγκου αίματος.

Ο εμετός και η διάρροια συμβαίνουν συνήθως συμπτωματικά κατά την έναρξη της θερμοπληξίας.
Το βασικό εργαστηριακό εύρημα της θερμοπληξίας είναι η θερμοκρασία ορθού άνω των 40oC. Επιπρόσθετα, οι αθλητές με θερμοπληξία έχουν αυξημένη καρδιακή συχνότητα, έντονο λαχάνιασμα και χαμηλή πίεση. Στην κλασσική θερμοπληξία, ο ιδρώτας σταματά και ο ασθενής φαίνεται θερμός και στεγνός, όμως στη θερμοπληξία που οφείλεται στην αθλητική δραστηριότητα, ο πάσχων συνήθως ιδρώνει έντονα.

Η θεραπεία της θερμοπληξίας περιλαμβάνει άμεση ενυδάτωση. Το ποσοστό επιβίωσης φθάνει το 90-95% όταν η ενυδάτωση γίνεται γρήγορα και αποτελεσματικά. Αντίθετα, σε περίπτωση καθυστέρησης υπάρχει κίνδυνος η θερμοκρασία να αυξηθεί πάνω από 42oC με το ποσοστό θνησιμότητας να πλησιάζει το 80% (Holtzhausen & Noakes, 1997, 1998; Noakes, 1998). Η θερμοπληξία πρέπει να θεωρείται ως περιστατικό έκτακτης ανάγκης και να αντιμετωπίζεται ως «επίθεση της ζέστης» όπου κάθε λεπτό καθυστέρησης μειώνει αισθητά την πιθανότητα ο αθλητής να επανέλθει.

Το πιο αποτελεσματικό μέσο για γρήγορη ενυδάτωση είναι η βύθιση του σώματος σε δροσερό νερό. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση μιας μικρής μπανιέρας ή πισίνας γεμάτη με νερό και πάγο. 5-10 λεπτά μέσα στο νερό είναι αρκετά για να δροσίσουν τον αθλητή με θερμοπληξία. Η διαδικασία θα πρέπει να συνεχιστεί έως ότου η θερμοκρασία ορθού πέσει κάτω από τους 38oC ή ο αθλητής αρχίσει να έχει ρίγη.

Μια λιγότερο αποτελεσματική μέθοδος είναι η τοποθέτηση παγοκύστης στο λαιμό, στη βουβωνική χώρα και στον υποβραχίωνα. Η χρήση ψυκτικού σπρέι και βεντάλιας μπορεί επίσης να βοηθήσει. Επίσης η ενδοφλέβια έγχυση κρύων υγρών συμβάλλει στην επαναφορά του θερμόπληκτου αθλητή σε φυσιολογικά επίπεδα.

Υπογλυκαιμία
Η υπογλυκαιμία είναι ένα σπάνιο φαινόμενο που σχετίζεται με την εξάντληση κατά την άσκηση. Παρουσιάζεται όταν μειώνεται η παραγωγή γλυκόζης από το ήπαρ καθώς τα αποθέματα ηπατικού γλυκογόνου έχουν εξαντληθεί (Holtzhausen & Noakes, 1997; Sandell et al., 1988). Συναντάται σε αποστάσεις αντοχής που ξεπερνούν τις τέσσερις ώρες. Κινδυνεύουν οι αθλητές που δεν έχουν μία πλήρη πρόσληψη σε υγρή και στέρεη μορφή υδατανθράκων πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Η υπογλυκαιμία παρουσιάζεται συνήθως σε αθλητές που έχουν διαβήτη ή διατροφικές διαταραχές.

Τα συμπτώματα είναι αδυναμία, ναυτία, αίσθημα αγωνίας, εφίδρωση, μπερδεμένη ομιλία, ακόμα και κώμα. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χορήγηση γλυκόζης (αθλητικά ποτά, χυμό, καραμέλες ή ταμπλέτες γλυκόζης), που απαλλάσσει άμεσα από τα συμπτώματα. Η υπογλυκαιμικοί αθλητές που δεν αντιδρούν ή έχουν χάσει τις αισθήσεις τους θα πρέπει να λάβουν διάλυμα γλυκόζης ενδοφλέβια (D50) ή να τους χορηγηθεί μία ένεση γλυκαγόνης ώστε να ανέβουν άμεσα τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος.

Υποθερμία
Η υποθερμία είναι μία σπάνια αιτία εξάντλησης αλλά μπορεί να συμβεί όταν ο αθλητής παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα κρύο περιβάλλον με το σώμα να μην μπορεί να παράγει αρκετή θερμότητα ώστε να αντισταθμίσει την απώλεια θερμότητας προς το περιβάλλον. Τα περισσότερα περιστατικά εμφανίζονται στο τρίαθλο, όταν στη διάρκεια της κολύμβησης τα νερά είναι παγωμένα, σε αγώνες αντοχής που διεξάγονται σε κρύο και υγρό περιβάλλον καθώς και σε χειμερινά σπορ όπως το σκι.

Η σοβαρότητα της υποθερμίας εκτιμάται από τη θερμοκρασία του ορθού. Ήπια μορφής υποθερμία χαρακτηρίζεται από θερμοκρασία ορθού μεταξύ 32-35oC και συνοδεύεται από ήπιες διαταραχές και έντονο ρίγος. Η θεραπεία περιλαμβάνει την προστασία του αθλητή από το κρύο περιβάλλον, την απομάκρυνση των υγρών ρούχων του, την επικάλυψή του με ζεστές κουβέρτες και την χορήγηση ζεστών υγρών. Όταν η θερμοκρασία ορθού πέσει κάτω από 32 oC το ρίγος (το οποίο παράγει σωματική θερμότητα) σταματά και ο αθλητής θα πρέπει να μεταφερθεί απευθείας στο νοσοκομείο για πιο εντατική περίθαλψη, όπως είναι η έγχυση ζεστών υγρών ενδοφλεβίως, το ζεστό οξυγόνο ή περιτοναϊκή διάλυση με τη χρήση ζεστών υγρών. Πολύ σοβαρά υποθερμικοί αθλητές, π.χ. με θερμοκρασία ορθού κάτω από 28 oC μπορεί να φαίνονται νεκροί και να επανέλθουν μετά από τις απαραίτητες διαδικασίες θέρμανσης.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η εξάντληση η συνδεόμενη με την άσκηση εμφανίζεται συχνά σε αθλητές αντοχής, ειδικά όταν αγωνίζονται σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας. Η εξάντληση συνήθως δεν εμπνέει ιδιαίτερη ανησυχία όταν επέρχεται μετά το τέλος της άσκησης, με τους αθλητές να μην έχουν χάσει τις αισθήσεις τους, να έχουν φυσιολογικές ζωτικές ενδείξεις και ομαλό διανοητικό επίπεδο. Πιο σοβαρή πρέπει να θεωρείται η περίπτωση όπου οι αθλητές καταρρέουν κατά τη διάρκεια της άσκησης, έχουν ασταθείς ζωτικές ενδείξεις ή διαταραγμένο διανοητικό επίπεδο. Η ορθή και άμεση διάγνωση είναι απαραίτητη στους εξαντλημένους αθλητές ώστε να επιλεχθεί και η κατάλληλη θεραπεία. Οι περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με ξεκούραση και πρόσληψη υγρών. Αντίθετα, πιο σοβαρές μορφές εξάντλησης όπως, εξαιτίας υπονατριαιμίας ή θερμοπληξίας, είναι αναγκαίο να έχουν αποτελεσματική και γρήγορη περίθαλψη, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν σε καταστροφή οργάνων ή ακόμη και σε θάνατο. Είναι απαραίτητο, οι υπεύθυνοι για την ιατρική περίθαλψη και φροντίδα των αθλητών αντοχής να είναι ενημερωμένοι σχετικά με το πώς θα πρέπει να χειριστούν έναν αθλητή που έχει καταρρεύσει, ώστε να αποφύγουν μια πιθανή τραγική κατάληξη.